παραιτητός

παραιτητός
-όν, Α [παραιτούμαι]
1. αυτός τον οποίο είναι δυνατόν κανείς να καταπραΰνει, να εξιλεώσει, να εξευμενίσει με παρακλήσεις ή δεήσεις («τὸ δὲ παραιτητούς αὖ θεοὺς εἶναι τοῑς ἀδικοῡσι, δεχομένους δῶρα», Πλάτ.)
2. αυτός ο οποίος αποκρούεται ή αποτρέπεται με δεήσεις
3. αυτός τον οποίο είναι δυνατόν να συγχωρήσει κανείς, συγχωρητός, συγγνωστός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραιτητός — to be appeased by entreaty masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιτητόν — παραιτητός to be appeased by entreaty masc acc sg παραιτητός to be appeased by entreaty neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιτητοί — παραιτητός to be appeased by entreaty masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιτητούς — παραιτητός to be appeased by entreaty masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιτητά — παραιτητά̱ , παραιτητής intercessor masc nom/voc/acc dual παραιτητής intercessor masc voc sg παραιτητής intercessor masc nom sg (epic) παραιτητός to be appeased by entreaty neut nom/voc/acc pl παραιτητά̱ , παραιτητός to be appeased by entreaty… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιτητῶν — παραιτητής intercessor masc gen pl παραιτητός to be appeased by entreaty fem gen pl παραιτητός to be appeased by entreaty masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιτητικός — ή, όν, Α [παραιτητός] αυτός που ανήκει η αρμόζει στην προσπάθεια για αποτροπή, για να αποτρέψει κανείς κάτι («λόγοι ὀργῆς παραιτητικοί», Δίον. Αλ.) …   Dictionary of Greek

  • παραιτηταί — παραιτητής intercessor masc nom/voc pl παραιτητός to be appeased by entreaty fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιτητάς — παραιτητά̱ς , παραιτητής intercessor masc acc pl παραιτητά̱ς , παραιτητής intercessor masc nom sg (epic doric aeolic) παραιτητά̱ς , παραιτητός to be appeased by entreaty fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιτητήν — παραιτητής intercessor masc acc sg (attic epic ionic) παραιτητός to be appeased by entreaty fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”