παραιτητός — to be appeased by entreaty masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραιτητόν — παραιτητός to be appeased by entreaty masc acc sg παραιτητός to be appeased by entreaty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραιτητοί — παραιτητός to be appeased by entreaty masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραιτητούς — παραιτητός to be appeased by entreaty masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραιτητά — παραιτητά̱ , παραιτητής intercessor masc nom/voc/acc dual παραιτητής intercessor masc voc sg παραιτητής intercessor masc nom sg (epic) παραιτητός to be appeased by entreaty neut nom/voc/acc pl παραιτητά̱ , παραιτητός to be appeased by entreaty… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραιτητῶν — παραιτητής intercessor masc gen pl παραιτητός to be appeased by entreaty fem gen pl παραιτητός to be appeased by entreaty masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραιτητικός — ή, όν, Α [παραιτητός] αυτός που ανήκει η αρμόζει στην προσπάθεια για αποτροπή, για να αποτρέψει κανείς κάτι («λόγοι ὀργῆς παραιτητικοί», Δίον. Αλ.) … Dictionary of Greek
παραιτηταί — παραιτητής intercessor masc nom/voc pl παραιτητός to be appeased by entreaty fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραιτητάς — παραιτητά̱ς , παραιτητής intercessor masc acc pl παραιτητά̱ς , παραιτητής intercessor masc nom sg (epic doric aeolic) παραιτητά̱ς , παραιτητός to be appeased by entreaty fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραιτητήν — παραιτητής intercessor masc acc sg (attic epic ionic) παραιτητός to be appeased by entreaty fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)